γυαλίζομαι

γυαλίζομαι
γυαλίζομαι, γυαλίστηκα, γυαλισμένος βλ. πίν. 34

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γυαλίζω — και γιαλίζω 1. κάνω κάτι στιλπνό σαν γυαλί 2. στιλβώνω 3. εξαγοράζω κάποιον με χρήματα 4. είμαι στιλπνός, λάμπω 5. διατηρώ την ομορφιά μου 6. (για καρπούς) ωριμάζω 7. φρ. α) «γυαλίζουν τα μάτια του» είναι τρελός ή μεθυσμένος ή ετοιμοθάνατος β)… …   Dictionary of Greek

  • γυαλίζω — γυάλισα, γυαλίστηκα, γυαλισμένος 1. μτβ., κάνω κάτι λείο, λουστράρω, βερνικώνω: Γυάλισα το πάτωμα. 2. αμτβ., λάμπω, ακτινοβολώ: Γυαλίζουν τα μάτια της μόλις βλέπει κοσμήματα. 3. μτφ., δελεάζω κάποιον με χρήματα: Αν του γυαλίσεις κάτι, θα σου πει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”